См. также в других словарях:
σάμμα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄργανον μουσικὸν παρὰ Ἰνδοῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ινδικής προλεύσεως] … Dictionary of Greek
σάμμα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄργανον μουσικὸν παρὰ Ἰνδοῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ινδικής προλεύσεως] … Dictionary of Greek